Άουσβιτς:
Ελεγείο σε μια ξανθή κοτσίδα
Λεν πως στους πύργους της Σκωτίας τη νύχτα
τα φαντάσματα των παλιών καιρών πλανιούνται.
Όμως τώρα, καθώς με ανταριασμένο πνεύμα,
στο στρατόπεδο αυτό της φρίκης περιφέρομαι,
αντιλαμβάνομαι πως στους δικούς μας τους καιρούς
τα φαντάσματα περπατούνε και τη μέρα.
Μικρή Ραχήλ, αν το δικό σου φάντασμα
δεν μπορεί να το ιδεί κανείς απ’ όλους τούτους
τους αργόσχολους γυρολόγους, που γεμίζουν
με την ανία τους τα μουσεία του κόσμου,
εγώ, μονάχα εγώ έχω το βαρύ προνόμιο,
βυθισμένος στην έκστασή μου, ν’ αντικρίζω
την οπτασία σου, στην απαίσια αυτή βιτρίνα,
όπου μαζί στοιβάζονται πόνος και φρίκη.
Γιατί μονάχα εγώ, σ’ ευφρόσυνες παλιές ημέρες,
που τώρα ανάμνηση πικρή έχουν γίνει μέσα μου,
τη θέρμη της θωπείας μου είχα μεταγγίσει
πάνω στην πλούσια χρυσαφένια κόμη σου.
Μικρή Ραχήλ, να ’ναι άραγε τα μάτια μου,
που δεν μπορούν να ιδούνε τα δικά σου μάτια,
έτσι καθώς σ’ αχλύν οδύνης κολυμπούνε;
Αλλά τότε, πώς βλέπουν τα ίδια τούτα μάτια,
μεσ’ απ’ την ίδια αχλύ, στην ίδια αυτή βιτρίνα,
τη χρυσαφένια κόμη σου, απλωμένη επάνω
σε φριχτούς σωρούς άλλων γυναικείων βοστρύχων;
Αλίμονο, πρέπει να το δεχθώ: Τα μάτια σου
εξατμισθήκαν στου κρεματορίου τη φλόγα.
Σμίξαν με τους ατμούς άλλων πολλών ματιών,
που είχαν κάποτε πλανηθεί μες στ’ όνειρο.
Δύναμη μυστική με σπρώχνει τώρα να συντρίψω
το κρυστάλλινο φράγμα, μπρος σ’ αυτό το ανίδεο
πλήθος,
που vα βλέπει μπορεί μονάχα γυναικών βοστρύχους,
δίχως την άλλη καν να υποψιάζεται ύπαρξή τους.
Μα εγώ, που αισθάνομαι έντονα την παρουσία σου,
όχι πια με τη λάμψη των αλλοτινών ματιών σου,
αλλά με το φωσφορισμό της οπτασίας σου μόνο,
την ξανθή σου κοτσίδα θέλω ν’ ανασύρω
μεσ’ από τούτο το φριχτό μακάβριο στοίβαγμα,
για να την ξαναβάλω, με την ίδια θέρμη,
μικρή Ραχήλ, στο κουρεμένο σου κεφάλι.
Αλλά οι στριγγές φωνές του πλήθους, που δε βλέπει
παρά μονάχα αυτό στα μάτια του που φαίνεται,
την οπτασία σου αρπάξαν απ’ την έκστασή μου.
Κι άφησαν στη βιτρίνα την ξανθή κοτσίδα σου
να διαλαλεί, με τη δική της τώρα γλώσσα,
πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των ανθρώπων,
πόσο είναι ανίερο το άγος της γενοκτονίας.
Τώρα στοχάζομαι πως πάντοτε δεν είναι
ακάνθινος ο στέφανος του μαρτυρίου.
Μπορεί και με ξανθές κοτσίδες να πλεχθεί
απ’ τις μικρές Ραχήλ όλου του κόσμου.
Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ
Από το συλλογικό: ελληνική ποιητική ανθολογία για το Ολοκαύτωμα.
Για 5η συνεχόμενη χρονιά θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 19 Μαρτίου 2017, η πορεία μνήμης “Θεσσαλονίκη – Άουσβιτς, Ποτέ Ξανά –74 χρόνια από την αναχώρηση του πρώτου συρμού για το στρατόπεδο Άουσβιτς-Μπιρκενάου για τους Θεσσαλονικείς Εβραίους, θύματα του Ολοκαυτώματος”. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης – εξόντωσης χάθηκαν πάνω από 50.000 Θεσσαλονικείς Εβραίοι.
Στις 15 Μαρτίου 1943 ξεκίνησε το πρώτο τρένο, για να μεταφέρει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Άουσβιτς και στο Μπιρκενάου της Πολωνίας 50.000 Εβραίους από τη Θεσσαλονίκη. Στο πρώτο δρομολόγιο μπήκαν 2.800 άτομα της συνοικίας Βαρόνου Χιρς, που ήταν δίπλα στον σταθμό. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, νέοι και μεγαλύτεροι σε ηλικία, στοιβάχτηκαν σε ανοιχτά βαγόνια, που μέχρι τότε μετέφεραν ζώα και εμπορεύματα. Χωρίς καν τα στοιχειώδη, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκαν προς εξόντωση στα κρεματόρια. Από τις δεκάδες χιλιάδες άτομα που επιβιβάστηκαν στα τρένα, επέστρεψαν μόνο 1950. Η Εβραϊκή Κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν μια από της μεγαλύτερες στην Ευρώπη και η μεγαλύτερη Σεφαραδιτών Εβραίων με μακράν ιστορία στη πόλη.